- επίτεγκτος
- -η, -ο (Α ἐπίτεγκτος, -ον) [επιτέγγω]βρεγμένος, νοτισμένος, μουσκεμένοςνεοελλ.υδροχρωματισμένος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπιτέγκτοισιν — ἐπίτεγκτος capable of being kept moist masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπίτεγκτα — ἐπίτεγκτος capable of being kept moist neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)